λεωφορείο: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> μεγάλο [[αυτοκίνητο]] που χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] μαζικής μεταφοράς στις αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες<br /><b>2.</b> (στο [[παρελθόν]]) ταξιδιωτική ιππήλατη ή αυτοκίνητη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεωφόρος]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>omnibus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>omnibus</i> «για όλους», δοτ. πληθ. του επιθ. <i>omnis</i> «όλος». Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό [[σύγγραμμα]] <i>Χρυσαλλίς</i>].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> μεγάλο [[αυτοκίνητο]] που χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] μαζικής μεταφοράς στις αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες<br /><b>2.</b> (στο [[παρελθόν]]) ταξιδιωτική ιππήλατη ή αυτοκίνητη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεωφόρος]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>omnibus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>omnibus</i> «για όλους», δοτ. πληθ. του επιθ. <i>omnis</i> «όλος». Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό [[σύγγραμμα]] <i>Χρυσαλλίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. μεγάλο αυτοκίνητο που χρησιμοποιείται ως μέσο μαζικής μεταφοράς στις αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες
2. (στο παρελθόν) ταξιδιωτική ιππήλατη ή αυτοκίνητη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. omnibus < λατ. omnibus «για όλους», δοτ. πληθ. του επιθ. omnis «όλος». Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς].