λινυφάντης: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(23)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινυφάντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[ὑφάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εριο</i>-[[υφάντης]], <i>ταπιδ</i>-[[υφάντης]]].
|mltxt=[[λινυφάντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[ὑφάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>εριο</i>-[[υφάντης]], <i>ταπιδ</i>-[[υφάντης]]].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λινυφάντης: -ου, ὁ ὑφαίνων λινᾶ, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. Janv. et Févr. 1873.

Greek Monolingual

λινυφάντης, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο-υφάντης, ταπιδ-υφάντης].