λιπόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπόκωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[λαβή]], ο [[χωρίς]] [[λαβή]] («λιποκώπους φασγανίδας» — μαχαιρίδια ή [[ξίφη]] [[χωρίς]] [[λαβή]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σιδηρό</i>-<i>κωπος</i>].
|mltxt=[[λιπόκωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[λαβή]], ο [[χωρίς]] [[λαβή]] («λιποκώπους φασγανίδας» — μαχαιρίδια ή [[ξίφη]] [[χωρίς]] [[λαβή]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]]), [[πρβλ]]. <i>σιδηρό</i>-<i>κωπος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐπόκωπος:''' лишенный рукоятки, без черенка ([[φασγανίς]] Anth. - v. l. [[λιθόκωπος]]).
|elrutext='''λῐπόκωπος:''' лишенный рукоятки, без черенка ([[φασγανίς]] Anth. - v. l. [[λιθόκωπος]]).
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόκωπος Medium diacritics: λιπόκωπος Low diacritics: λιπόκωπος Capitals: ΛΙΠΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: lipókōpos Transliteration B: lipokōpos Transliteration C: lipokopos Beta Code: lipo/kwpos

English (LSJ)

ον, A without handle, φασγανίδες cj. Toup in AP6.307 (Phan.) for λιποκόπτους or λιποκόπρους.

German (Pape)

[Seite 51] ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόκωπος: -ον, ὁ ἄνευ λαβῆς, ἀμφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 307, ἔνθα ὁ Λοβ. (Αἴ. σ. 375, ἔκδ. β΄) λῐθόκωπος, ἔχων λιθίνην λαβήν.

Greek Monolingual

λιπόκωπος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λαβή, ο χωρίς λαβή («λιποκώπους φασγανίδας» — μαχαιρίδια ή ξίφη χωρίς λαβή, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος].

Russian (Dvoretsky)

λῐπόκωπος: лишенный рукоятки, без черенка (φασγανίς Anth. - v. l. λιθόκωπος).