λιπόγεως: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(23)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπόγεως]], -ων (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] γης, που στερείται γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> ([[άλλη]] [[μορφή]] στην ιων. -αττ. του θ. της λ. <i>γῆ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>γεως</i>, [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
|mltxt=[[λιπόγεως]], -ων (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] γης, που στερείται γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> ([[άλλη]] [[μορφή]] στην ιων. -αττ. του θ. της λ. <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>γεως</i>, [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγεως: -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.

Greek Monolingual

λιπόγεως, -ων (Α)
αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γεως (άλλη μορφή στην ιων. -αττ. του θ. της λ. γῆ), πρβλ. βαθύ-γεως, λεπτό-γεως].