λιποβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />[[ελλιπής]] [[κατά]] το [[βάρος]], αυτός που το [[βάρος]] του [[είναι]] μικρότερο του κανονικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυιο</i>-<i>βαρής</i>, <i>ισο</i>-<i>βαρής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=-ές<br />[[ελλιπής]] [[κατά]] το [[βάρος]], αυτός που το [[βάρος]] του [[είναι]] μικρότερο του κανονικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]]), [[πρβλ]]. <i>γυιο</i>-<i>βαρής</i>, <i>ισο</i>-<i>βαρής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
ελλιπής κατά το βάρος, αυτός που το βάρος του είναι μικρότερο του κανονικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -βαρής (< βαρύς), πρβλ. γυιο-βαρής, ισο-βαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].