λωγάλιοι: Difference between revisions
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λωγάλιοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με σημ. «[[αστράγαλος]]» συνδέεται πιθ. με το [[λέγω]] «[[συλλέγω]]», | |mltxt=[[λωγάλιοι]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. με σημ. «[[αστράγαλος]]» συνδέεται πιθ. με το [[λέγω]] «[[συλλέγω]]», [[πρβλ]]. και [[λογάδες]] (<i>λίθοι</i>) «κυλιόμενες πέτρες» και [[λώγη]]. Για το [[επίθημα]] -<i>λιοι</i>, [[πρβλ]]. [[αστράγαλος]], [[κροκάλη]]. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το [[λωγάς]] «[[πόρνη]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, Hsch.; cf. sq. and A v. λωγάς. λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc.Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c.—In Suid. λογάνιον sine expl., in Hsch. λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. λωγάω, = λέγω, Theognost.Can.149; ἐλώγη· ἔλεγεν, Hsch. (ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), Dor.contr.from ἐλώγαε. λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.
Greek (Liddell-Scott)
λωγάλιοι: οἱ, «ἀστράγαλοι» Ἡσύχ. II. = πόρνοι, παρὰ τῷ αὐτῷ· - οὕτω λωγάς, άδος, ἡ, = πόρνη, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
λωγάλιοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα -λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το λωγάς «πόρνη»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.?
Meaning: ἀστράγαλοι η πόρνοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can in the first meaning belong to λέγω as "die Aufgelesenen" with lengthened grade as in λώγη; cf. also λογάδες (λίθοι) roll(ed) stones (s. λογάδες); λ-suffix (plus ιο-deriv.) as in ἀστράγαλος, κροκάλη a. o. -- In the sense of πόρνοι to λωγάς, s. v. λωγάνιον.
Frisk Etymology German
λωγάλιοι: {lōgálioi}
Meaning: ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι H.
Etymology : Kann in der ersten Bedeutung zu λέγω als "die Aufgelesenen" gehören mit Dehnstufe wie in λώγη; vgl. auch λογάδες (λίθοι) Rollsteine (s. λογάδες); λ-Suffix (wovon ιο-Abl.) wie in ἀστράγαλος, κροκάλη u. a. — Im Sinn von πόρνοι zu λωγάς, s. d.
Page 2,151