λυσσάρης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο (Μ [[λυσσάρης]] και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο)<br />αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που επιζητεί [[κάτι]] με [[μανία]], όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την [[εξόντωση]] τών αντιπάλων του κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>άρης</i> ( | |mltxt=και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο (Μ [[λυσσάρης]] και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο)<br />αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που επιζητεί [[κάτι]] με [[μανία]], όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την [[εξόντωση]] τών αντιπάλων του κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. <i>κατεργ</i>-<i>άρης</i>, <i>πεισματ</i>-<i>άρης</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
και λυσσιάρης, -άρα, -ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, -άρα, -ικο)
αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
νεοελλ.
1. αυτός που οργίζεται εύκολα
2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -(ι)άρης (πρβλ. κατεργ-άρης, πεισματ-άρης)].