λυσιπόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσιπόλεμος]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] πολεμικής μηχανής που εφευρέθηκε από τον Δωρίωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόλεμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πελεμίζω]]), | |mltxt=[[λυσιπόλεμος]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] πολεμικής μηχανής που εφευρέθηκε από τον Δωρίωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόλεμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πελεμίζω]]), [[πρβλ]]. <i>μισο</i>-[[πόλεμος]], <i>φιλο</i>-[[πόλεμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, name of a A war-engine invented by Dorion, Pap.in Abh. Berl.Akad.1904(2).9 (ii B. C.).
Greek Monolingual
λυσιπόλεμος, ὁ (Α)
ονομασία πολεμικής μηχανής που εφευρέθηκε από τον Δωρίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόλεμος (< πελεμίζω), πρβλ. μισο-πόλεμος, φιλο-πόλεμος.