μέρεια: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέρεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυλῆς [[μέρος]] ἐκ [[δέκα]] τρι(ακ)άδων συνεστός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατ' [[απόσπαση]] από συνθ. σε -[[μέρεια]] ( | |mltxt=[[μέρεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυλῆς [[μέρος]] ἐκ [[δέκα]] τρι(ακ)άδων συνεστός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατ' [[απόσπαση]] από συνθ. σε -[[μέρεια]] ([[πρβλ]]. [[πολυμερής]] > [[πολυμέρεια]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A = μερίς, Tab.Heracl.1.18,85: glossed by φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι<ακ>άδων συνεστός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μέρεια: ἡ, = μερίς, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 18, 85· - καθ’ Ἡσυχ.: «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τριακάδων συνεστώς».
Greek Monolingual
μέρεια, ἡ (Α)
1. μερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατ' απόσπαση από συνθ. σε -μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)].