μεγαλοφάνταστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[φαντασία]]<br /><b>2.</b> αυτός που απορρέει από [[μεγάλη]] [[φαντασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανταστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαντάζομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>φάνταστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[φαντασία]]<br /><b>2.</b> αυτός που απορρέει από [[μεγάλη]] [[φαντασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανταστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαντάζομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>φάνταστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει μεγάλη φαντασία
2. αυτός που απορρέει από μεγάλη φαντασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φανταστος (< φαντάζομαι), πρβλ. ευ-φάνταστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].