μαχαιροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαχαιροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει με [[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάχαιρα]] <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θηρο]]-[[φόνος]], <i>ταυρο</i>-[[φόνος]])].
|mltxt=[[μαχαιροφόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει με [[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάχαιρα]] <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] ([[πρβλ]]. [[θηρο]]-[[φόνος]], <i>ταυρο</i>-[[φόνος]])].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

μαχαιροφόνος, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει με μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φόνος (πρβλ. θηρο-φόνος, ταυρο-φόνος)].