μαχαιροφόνος

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

μαχαιροφόνος, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει με μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φόνος (πρβλ. θηροφόνος, ταυροφόνος)].