μαλακόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]] ή μαλακό φλοιό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαλακόδερμα]]<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα [[μέλη]] της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκληρόδερμος]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]] ή μαλακό φλοιό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαλακόδερμα]]<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα [[μέλη]] της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]] ([[πρβλ]]. [[σκληρόδερμος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μαλᾰκόδερμος:''' с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).
|elrutext='''μαλᾰκόδερμος:''' с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόδερμος Medium diacritics: μαλακόδερμος Low diacritics: μαλακόδερμος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: malakódermos Transliteration B: malakodermos Transliteration C: malakodermos Beta Code: malako/dermos

English (LSJ)

ον, A soft-skinned, Arist.HA489b15, al.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μαλακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + δέρμα (πρβλ. σκληρόδερμος)].

Russian (Dvoretsky)

μαλᾰκόδερμος: с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).