μαστροφός: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστροφός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαστροπός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. σύνθετη από [[μαστρός]], ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαστροπός]])].
|mltxt=[[μαστροφός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαστροπός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. σύνθετη από [[μαστρός]], ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο ([[πρβλ]]. [[μαστροπός]])].
}}
}}

Revision as of 14:53, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροφός Medium diacritics: μαστροφός Low diacritics: μαστροφός Capitals: ΜΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: mastrophós Transliteration B: mastrophos Transliteration C: mastrofos Beta Code: mastrofo/s

English (LSJ)

ὁ, A = μαστροπός, Hsch.

Greek Monolingual

μαστροφός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. σύνθετη από μαστρός, ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (πρβλ. μαστροπός)].