μειδάμων: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειδάμων]], -ονος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που του αρέσει να γελά, [[φαιδρός]], [[ευχάριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μειδάω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μείδημα]])].
|mltxt=[[μειδάμων]], -ονος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που του αρέσει να γελά, [[φαιδρός]], [[ευχάριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μειδάω]] ([[πρβλ]]. [[μείδημα]])].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειδάμων Medium diacritics: μειδάμων Low diacritics: μειδάμων Capitals: ΜΕΙΔΑΜΩΝ
Transliteration A: meidámōn Transliteration B: meidamōn Transliteration C: meidamon Beta Code: meida/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, A smiling, Hymn.Is.147.

Greek (Liddell-Scott)

μειδάμων: [ᾱ], Βοιωτ. = τῷ Ἰω. μηδαμῶν καὶ τῷ Ἀττικ. μηδένων, Kaib. Ep. 1028.

Greek Monolingual

μειδάμων, -ονος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που του αρέσει να γελά, φαιδρός, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειδάω (πρβλ. μείδημα)].