Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μερολήπτης: Difference between revisions

From LSJ
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που μεροληπτεί, [[μεροληπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λήπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δωρο</i>-[[λήπτης]], <i>προσωπο</i>-[[λήπτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].
|mltxt=ο<br />αυτός που μεροληπτεί, [[μεροληπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λήπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), [[πρβλ]]. <i>δωρο</i>-[[λήπτης]], <i>προσωπο</i>-[[λήπτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρο-λήπτης, προσωπο-λήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].