μερολήπτης

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ο
αυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρολήπτης, προσωπολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή].