μεσοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />(για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] από τα [[άκρα]] [[προς]] το [[μέσο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αμφικλινή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-<i>κλινής</i>, <i>επι</i>-<i>κλινής</i>].
|mltxt=-ές<br />(για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] από τα [[άκρα]] [[προς]] το [[μέσο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αμφικλινή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), [[πρβλ]]. <i>αμφι</i>-<i>κλινής</i>, <i>επι</i>-<i>κλινής</i>].
}}
}}

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
(για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφι-κλινής, επι-κλινής].