μεσοταγής: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσοταγής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[ταγμένος]], τοποθετημένος στο [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταγ</i>- του [[τάσσω]], | |mltxt=[[μεσοταγής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[ταγμένος]], τοποθετημένος στο [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταγ</i>- του [[τάσσω]], [[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>τάγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. <i>αρτιο</i>-<i>ταγής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A placed in the middle, (ἀριθμοί) lamb.in Nic.p.84 P.
German (Pape)
[Seite 140] ές, in der Mitte eingeordnet (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεσοτᾰγής: -ές, τεταγμένος, τοποθετημένος ἐν τῷ μέσῳ, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 119Α.
Greek Monolingual
μεσοταγής, -ές (Α)
αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. ἐ-τάγ-ην), πρβλ. αρτιο-ταγής].