μειλιχόμητις: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(24)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειλιχόμητις]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[σκέψη]], [[φρόνηση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρό</i>-<i>μητις</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μητις</i>)].
|mltxt=[[μειλιχόμητις]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[σκέψη]], [[φρόνηση]]» ([[πρβλ]]. <i>αισχρό</i>-<i>μητις</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>μητις</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 116] sanftes Sinnes, Hesych.

Greek Monolingual

μειλιχόμητις, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῆτις «σκέψη, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό-μητις, ποικιλό-μητις)].