μελανόπωλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>πωλος</i>, [[ταχύπωλος]])].
|mltxt=[[μελανόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] ([[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>πωλος</i>, [[ταχύπωλος]])].
}}
}}

Revision as of 15:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόπωλος Medium diacritics: μελανόπωλος Low diacritics: μελανόπωλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: melanópōlos Transliteration B: melanopōlos Transliteration C: melanopolos Beta Code: melano/pwlos

English (LSJ)

ον, A having black horses, Sch.E.Ph.606.

Greek Monolingual

μελανόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό-πωλος, ταχύπωλος)].