ταχύπωλος
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ταχύπωλον, with fleet, swift horses, epithet of the Greeks, Δαναοὶ τ. Il.4.232, al. (never in Od.); Τυνδαρίδη Theoc.22.136.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chevaux agiles.
Étymologie: ταχύς, πῶλος.
German (Pape)
mit schnellen Rossen, Ἀχαιοί, Δαναοί, Il. 4.232, 8.161 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύπωλος: быстроконный, едущий на быстрых конях (Ἀχαιοί Hom.; Κάστωρ Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπωλος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων ταχεῖς, ταχύποδας ἵππους, σύνηθες ἐπίθ. τῶν Ἑλλήνων, Δαναῶν ταχυπώλων Ἰλ. Δ. 232, κ. ἀλλ.· οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πῶλος (πρβλ. καλλίπωλος)].
Greek Monotonic
τᾰχύπωλος: [ῠ], -ον, αυτός που έχει γρηγορόποδα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.