ταχύπωλος

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθήςχρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπωλος Medium diacritics: ταχύπωλος Low diacritics: ταχύπωλος Capitals: ΤΑΧΥΠΩΛΟΣ
Transliteration A: tachýpōlos Transliteration B: tachypōlos Transliteration C: tachypolos Beta Code: taxu/pwlos

English (LSJ)

ταχύπωλον, with fleet, swift horses, epithet of the Greeks, Δαναοὶ τ. Il.4.232, al. (never in Od.); Τυνδαρίδη Theoc.22.136.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevaux agiles.
Étymologie: ταχύς, πῶλος.

German (Pape)

mit schnellen Rossen, Ἀχαιοί, Δαναοί, Il. 4.232, 8.161 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπωλος: быстроконный, едущий на быстрых конях (Ἀχαιοί Hom.; Κάστωρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπωλος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων ταχεῖς, ταχύποδας ἵππους, σύνηθες ἐπίθ. τῶν Ἑλλήνων, Δαναῶν ταχυπώλων Ἰλ. Δ. 232, κ. ἀλλ.· οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.

English (Autenrieth)

with swift steeds.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πῶλος (πρβλ. καλλίπωλος)].

Greek Monotonic

τᾰχύπωλος: [ῠ], -ον, αυτός που έχει γρηγορόποδα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰχύ-˘πωλος, ον,
with fleet, swift horses, Il.