μητροκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητροκοίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που συνευρίσκεται με τη [[μητέρα]] του, ο [[αιμομίκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοῖτος]] «[[κρεβάτι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεμο</i>-<i>κοίτης</i>, <i>δρυο</i>-<i>κοίτης</i>].
|mltxt=[[μητροκοίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που συνευρίσκεται με τη [[μητέρα]] του, ο [[αιμομίκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοῖτος]] «[[κρεβάτι]]»), [[πρβλ]]. <i>ανεμο</i>-<i>κοίτης</i>, <i>δρυο</i>-<i>κοίτης</i>].
}}
}}

Revision as of 15:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκοίτης Medium diacritics: μητροκοίτης Low diacritics: μητροκοίτης Capitals: ΜΗΤΡΟΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: mētrokoítēs Transliteration B: mētrokoitēs Transliteration C: mitrokoitis Beta Code: mhtrokoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A incestuous person, Hippon. 14.

Greek Monolingual

μητροκοίτης, ὁ (Α)
αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο-κοίτης, δρυο-κοίτης].