μονώροφος: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο- (Μ [[μονώροφος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν όροφο, ένα [[πάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i> ( | |mltxt=-η, -ο- (Μ [[μονώροφος]], -ον)<br />αυτός που έχει έναν όροφο, ένα [[πάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>όροφος</i> ([[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>ώροφος</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο- (Μ μονώροφος, -ον)
αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + όροφος (πρβλ. πολυ-ώροφος). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].