ψήλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /> <b>1.</b> [[ανάστημα]], ύψος<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάω του ψήλου»<br /> i) [[πετώ]] [[προς]] τα [[πάνω]], ανυψώνομαι<br /> ii) [[ψηλώνω]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψηλός]], με αναβιβασμό του τόνου (<b>[[πρβλ]].</b> [[χοντρός]]: [[χόντρος]] [[το]])].
|mltxt=το, Ν<br /> <b>1.</b> [[ανάστημα]], ύψος<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάω του ψήλου»<br /> i) [[πετώ]] [[προς]] τα [[πάνω]], ανυψώνομαι<br /> ii) [[ψηλώνω]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψηλός]], με αναβιβασμό του τόνου ([[πρβλ]]. [[χοντρός]]: [[χόντρος]] [[το]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:38, 23 August 2021

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάστημα, ύψος
2. φρ. «πάω του ψήλου»
i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι
ii) ψηλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος το)].