πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
το, Ν 1. ανάστημα, ύψος 2. φρ. «πάω του ψήλου» i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι ii) ψηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος το)].