ψήλος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάστημα, ύψος
2. φρ. «πάω του ψήλου»
i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι
ii) ψηλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος το)].