ψυχανθή: Difference between revisions

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της οικογένειας [[φαβίδες]] της τάξης [[φυτών]] [[φαβώδη]], αλλ. παπιλιονίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] «[[πεταλούδα]]» <span style="color: red;">+</span> [[άνθος]]. Η λ., που [[είναι]] [[απόδοση]] διεθνούς επιστημον. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>papillionaceae</i>, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
|mltxt=τα, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της οικογένειας [[φαβίδες]] της τάξης [[φυτών]] [[φαβώδη]], αλλ. παπιλιονίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] «[[πεταλούδα]]» <span style="color: red;">+</span> [[άνθος]]. Η λ., που [[είναι]] [[απόδοση]] διεθνούς επιστημον. όρου, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>papillionaceae</i>, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. άλλη ονομασία της οικογένειας φαβίδες της τάξης φυτών φαβώδη, αλλ. παπιλιονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή «πεταλούδα» + άνθος. Η λ., που είναι απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. papillionaceae, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].