ἀμφιελικτός: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιελικτός]], -ον (Α)<br />(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιελίσσω]]<br / | |mltxt=[[ἀμφιελικτός]], -ον (Α)<br />(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιελίσσω]]<br />[[πρβλ]]. και <i>ἀμφελικτός</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A revolving, of stars, Arat.378; winding, περίπλοος D.P.466. ἀμφιέλισσα, ἡ, (ἑλίσσω) Ep. Adj., only fem., in Hom. always of ships, Il.2.165,al., either curved at both ends (or on both sides), or wheeling either way, handy; in late Ep., twisting, doubling, ἱμάσθλη ἀ. Nonn.D.48.328; μίτρη Jo.Gaz.1.319; wavering, doubtful, ἀοιδή Tryph.667.
Greek Monolingual
ἀμφιελικτός, -ον (Α)
(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσω
πρβλ. και ἀμφελικτός].