ἀκρόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρόκαρπος]], -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική [[ορολογία]], [[πρβλ]]. αγγλ. <i>acrocarpous</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A fruiting at top, φοῖνιξ Thphr.HP1.14.2, al.
German (Pape)
[Seite 83] die Früchte oben habend, φοίνιξ, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόκαρπος: -ον, παράγων καρπὸν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, φοῖνιξ, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 14, 2.
Spanish (DGE)
-ον
bot., de árboles que produce el fruto en la parte superior de la copa op. πλαγιόκαρπος Thphr.HP 1.14.2, cf. 3.18.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].