ἀραχνός: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. άραχλος -η, -ο<br />συφοριασμένος, [[δύστυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αραχνιάζω]], με υποχωρητικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[άδειος]] <span style="color: red;"><</span> [[αδειάζω]])].
|mltxt=κ. άραχλος -η, -ο<br />συφοριασμένος, [[δύστυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αραχνιάζω]], με υποχωρητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[άδειος]] <span style="color: red;"><</span> [[αδειάζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 344] ὁ, = ἀράχνης, Aesch. Suppl. 864, zw.

Greek Monolingual

κ. άραχλος -η, -ο
συφοριασμένος, δύστυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)].