ἑτερώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτερώνιος]], -ον (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[κτήμα]], [[ιδιοκτησία]] άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτερος]] <span style="color: red;">+</span> αιολ. κατάλ. -<i>ώνιος</i>, αντίστοιχη της -<i>οιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλ</i>-<i>ώνιος</i>)].
|mltxt=[[ἑτερώνιος]], -ον (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[κτήμα]], [[ιδιοκτησία]] άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτερος]] <span style="color: red;">+</span> αιολ. κατάλ. -<i>ώνιος</i>, αντίστοιχη της -<i>οιος</i> ([[πρβλ]]. <i>αλλ</i>-<i>ώνιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερώνιος Medium diacritics: ἑτερώνιος Low diacritics: ετερώνιος Capitals: ΕΤΕΡΩΝΙΟΣ
Transliteration A: heterṓnios Transliteration B: heterōnios Transliteration C: eteronios Beta Code: e(terw/nios

English (LSJ)

ον, A another's property, Eust.1214.27, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἑτερώνιος, -ον (Μ)
αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλ-ώνιος)].