ἑτερόπλοκος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόπλοκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἑτερόπλοκοι]] πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>πλοκος</i>].
|mltxt=[[ἑτερόπλοκος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἑτερόπλοκοι]] πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>πλοκος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπλοκος Medium diacritics: ἑτερόπλοκος Low diacritics: ετερόπλοκος Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: heteróplokos Transliteration B: heteroplokos Transliteration C: eteroplokos Beta Code: e(tero/plokos

English (LSJ)

ον, A irregularly combined, Diom.p.481 K.

Greek Monolingual

ἑτερόπλοκος, -ον (Α)
φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ-πλοκος].