ἐττημένος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, <b>[[πρβλ]].</b> [[διαττώ]]].
|mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, [[πρβλ]]. [[διαττώ]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐττημένος Medium diacritics: ἐττημένος Low diacritics: εττημένος Capitals: ΕΤΤΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: ettēménos Transliteration B: ettēmenos Transliteration C: ettimenos Beta Code: e)tthme/nos

English (LSJ)

η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. διαττάω), A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.

Greek Monolingual

ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].

Frisk Etymological English

See also: s. διαττάω.

Frisk Etymology German

ἐττημένος: {ettēménos}
Meaning: gesiebt
See also: s. διαττάω.
Page 1,584