ἑτεροπλατής: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτεροπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει άνισο [[πλάτος]] («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), | |mltxt=[[ἑτεροπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει άνισο [[πλάτος]] («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>πλατής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A with unequal sides, of beams, Apollod. Poliorc.161.12:
German (Pape)
[Seite 1049] ές, von ungleicher Fläche, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροπλᾰτής: -ές, ἔχων ἄνισον πλάτος, Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.
Greek Monolingual
ἑτεροπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. α-πλατής].