ευθαρσής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐθαρσής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], ο [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μεταφραστές) ο [[τολμηρός]]<br /><b>2.</b> ο [[ασφαλής]], ο [[ακίνδυνος]] («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν [[φανερά]] και εκείνα τα οποία [[πρέπει]] να φοβάται [[κάποιος]] και εκείνα για τα οποία [[πρέπει]] να [[είναι]] [[θαρραλέος]], Ίππαρχ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευθαρσώς]] (ΑΜ εὐθαρσῶς)<br />με [[θάρρος]], με [[τόλμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐθαρσής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], ο [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μεταφραστές) ο [[τολμηρός]]<br /><b>2.</b> ο [[ασφαλής]], ο [[ακίνδυνος]] («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν [[φανερά]] και εκείνα τα οποία [[πρέπει]] να φοβάται [[κάποιος]] και εκείνα για τα οποία [[πρέπει]] να [[είναι]] [[θαρραλέος]], Ίππαρχ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευθαρσώς]] (ΑΜ εὐθαρσῶς)<br />με [[θάρρος]], με [[τόλμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), [[πρβλ]]. [[δορυθαρσής]], [[λυκοθαρσής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος
αρχ.
1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός
2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).
επίρρ...
ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)
με θάρρος, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυθαρσής, λυκοθαρσής].