λυκοθαρσής
From LSJ
English (LSJ)
λυκοθαρσές, not fearing wolves, AP7.703 (Myrin.); λῠκο-θρᾰσής in Hsch.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
hardi contre les loups ; hardi comme un loup.
Étymologie: λύκος, θάρσος.
German (Pape)
ές, wolfskühn, dreist wie ein Wolf, Myrin. 3 (VII.703). Bei Hesych. auch λυκοθρασής.
Russian (Dvoretsky)
λῠκοθαρσής: отважный как волк Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοθαρσής: -ές, εὐθαρσής, τολμηρὸς ὡς λύκος, Ἀνθ. Π. 7. 703· λυκοθρᾰσὴς παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λυκοθαρσής και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, -ές (Α)
τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυθαρσής, κυνοθαρσής].
Greek Monotonic
λῠκοθαρσής: -ές (θάρσος), τολμηρός σαν λύκος, σε Ανθ.