λυκοθαρσής

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοθαρσής Medium diacritics: λυκοθαρσής Low diacritics: λυκοθαρσής Capitals: ΛΥΚΟΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: lykotharsḗs Transliteration B: lykotharsēs Transliteration C: lykotharsis Beta Code: lukoqarsh/s

English (LSJ)

λυκοθαρσές, not fearing wolves, AP7.703 (Myrin.); λῠκο-θρᾰσής in Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
hardi contre les loups ; hardi comme un loup.
Étymologie: λύκος, θάρσος.

German (Pape)

ές, wolfskühn, dreist wie ein Wolf, Myrin. 3 (VII.703). Bei Hesych. auch λυκοθρασής.

Russian (Dvoretsky)

λῠκοθαρσής: отважный как волк Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοθαρσής: -ές, εὐθαρσής, τολμηρὸς ὡς λύκος, Ἀνθ. Π. 7. 703· λυκοθρᾰσὴς παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυκοθαρσής και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, -ές (Α)
τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυθαρσής, κυνοθαρσής].

Greek Monotonic

λῠκοθαρσής: -ές (θάρσος), τολμηρός σαν λύκος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῠκο-θαρσής, ές θάρσος
bold as a wolf, Anth.