ευκλεής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>κλεής</i>, <i>μεγα</i>-<i>κλεής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐκλεής]], -ές, Α ποιητ. τ. [[εὐκλειής]], επικ. τ. [[ἐϋκλειής]])<br />αυτός που έχει καλή [[φήμη]], [[ένδοξος]], [[ονομαστός]], [[περίφημος]] (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν [[είναι]] ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — [[τραγούδι]] που υμνεί τη [[δόξα]] κάποιου, Βακχυλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκλεώς</i> (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)<br />ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), [[πρβλ]]. [[δυσκλεής]], [[μεγακλεής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:38, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐκλεής, -ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής)
αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» — δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ.
β. «εὐκλέα γλῶσσαν» — τραγούδι που υμνεί τη δόξα κάποιου, Βακχυλ.).
επίρρ...
ευκλεώς (Α εὐκλεῶς, επικ. τ. ἐϋκλειῶς)
ένδοξα («εὐκλεῶς ἀπώλετο», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλεής (< κλέος), πρβλ. δυσκλεής, μεγακλεής].