ευαλθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαλθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο [[ευίατος]], ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>2.</b> αυτός που θεραπεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλθος]] «[[φάρμακο]], [[ίαση]]» <span style="color: red;"><</span> [[αλθαίνω]] «θεραπεύομαι»), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>αλθής</i>, <i>ωμ</i>-<i>αλθής</i>].
|mltxt=[[εὐαλθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο [[ευίατος]], ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>2.</b> αυτός που θεραπεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλθος]] «[[φάρμακο]], [[ίαση]]» <span style="color: red;"><</span> [[αλθαίνω]] «θεραπεύομαι»), [[πρβλ]]. [[δυσαλθής]], [[ωμαλθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐαλθής, -ές (Α)
1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος
2. αυτός που θεραπεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσαλθής, ωμαλθής].