ηλιοφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο<br /><b>2.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>η [[ηλιοφανής]]<br />αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευλογο</i>-<i>φανής</i>, <i>οφθαλμο</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο<br /><b>2.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[ηλιοφανής]]<br />αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ευλογοφανής]], [[οφθαλμοφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο
2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής
αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογοφανής, οφθαλμοφανής].