ημισαπής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμισαπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σαπίσει [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-<i>σαπής</i>, <i>α</i>-<i>σαπής</i>].
|mltxt=[[ἡμισαπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σαπίσει [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]»), [[πρβλ]]. [[ακροσαπής]], [[ασαπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμισαπής, -ές (Α)
αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακροσαπής, ασαπής].