ημιτελής: Difference between revisions
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτελής]], -ές)<br />μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν [[είναι]] ψυχικά ή πνευματικά [[άρτιος]]<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «[[δρόμος]] [[ἡμιτελής]]» — ο [[οίκος]] του Πρωτεσιλάου που ήταν [[άτεκνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιτελώς</i> (Α ἡμιτελῶς)<br />με τρόπο ημιτελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἡμιτελής]], -ές)<br />μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν [[είναι]] ψυχικά ή πνευματικά [[άρτιος]]<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «[[δρόμος]] [[ἡμιτελής]]» — ο [[οίκος]] του Πρωτεσιλάου που ήταν [[άτεκνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιτελώς</i> (Α ἡμιτελῶς)<br />με τρόπο ημιτελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[πολυτελής]], [[υποτελής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:48, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμιτελής, -ές)
μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος
2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα
3. φρ. μτφ. «δρόμος ἡμιτελής» — ο οίκος του Πρωτεσιλάου που ήταν άτεκνος.
επίρρ...
ημιτελώς (Α ἡμιτελῶς)
με τρόπο ημιτελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. πολυτελής, υποτελής].