ἡμιτελής
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
ἡμιτελές, (τέλος) half-finished, δόμος ἡμιτελής a house but half complete, i.e. childless, Il.2.701; βίος Str.7.3.3, cf. Luc. DMort.19.1; Ὀλύμπιον Dicaearch.1.1; ἡμιτελὴς θάλαμος AP7.627 (Diod.); ἡμιτελὴς νίκη D.H.2.42; φωναί Id.Comp.14; ἐνέργειαι Aret.SD1.7; of a child, Luc.Sacr.5; οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν X.Cyr.8.1.3; ἡ. ἀφιέναι D.H.Th.9; ἡμιτελὴς ἀνήρ, opp. τελείως ἀγαθός, X.Cyr.3.3.38; ἡμιτελὴς περὶ λόγους D.H.Dem.23; ἡμιτελὴς τὴν ἀρετήν Ph.2.199. Adv. ἡμιτελῶς = incompletely Longin. ap.Porph.Plot.19.
German (Pape)
[Seite 1170] ές, dasselbe, halb fertig; δόμος Il. 2, 701, des Protesilaos, der bald nach der Vermählung in den Krieg gezogen; nach Einigen = kinderlos; nach Strab. VII, 296 = χῆρος; vgl. Luc. D. Hort. 19, 1; θάλαμος Diod. 9 (VII, 627); νίκη D. Hal. 2, 42; ἡμιτελές τι καταλείπειν Xen. Cyr. 8, 1, 3; ἀνήρ, dem τελέως ἀγαθός entgegstzt, 3, 3, 38.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié fini ; inachevé, incomplet, imparfait : ἡμιτελὴς δόμος IL maison incomplète (où le maître ou la maîtresse sont morts).
Étymologie: ἡμι-, τέλος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐτελής:
1 наполовину (лишь) законченный, доведенный до половины, т. е. неоконченный, незавершенный: οὐδὲν ἡμιτελὲς καταλείπειν Xen. ничего не оставить невыполненным, т. е. выполнить все в точности;
2 лишь наполовину совершенный, несовершенный, неполноценный (ἀνήρ Xen.);
3 неполный, лишившийся хозяина, осиротелый (δόμος Hom.; θάλαμος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτελής: -ές, (τέλος) κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, δόμος ἡμ., οἰκία ἧς ἐλλείπει τὸ ἥμισυ, δηλ. ὁ κύριος αὐτῆς, ἐπὶ οἴκου τοῦ Πρωτεσιλάου, Ἰλ. Β. 701· πρβλ. Στράβ. 296, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 19. 1, Ruhnk. Τίμ. σ. 225· ἡμ. θάλαμος Ἀνθ. Π. 7. 627· ἡμ. νίκη Διον. Ἁλ. 2. 42· περὶ βρέφους, Λουκ. Θυσ. 5· ἡμιτελές τι καταλείπειν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 3, κτλ.· ἀφιέναι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9· - ἡμ. ἀνήρ,. ἀντίθ. τελείως ἀγαθός, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 38· ἡμ. περὶ λόγους Διον. Ἁλ. π. Δημ. 23. - Ἐπίρρ. -λῶς, Λογγῖν. Ἀποσπ. 6. 2.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμιτελής, -ές)
μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος
2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα
3. φρ. μτφ. «δρόμος ἡμιτελής» — ο οίκος του Πρωτεσιλάου που ήταν άτεκνος.
επίρρ...
ημιτελώς (Α ἡμιτελῶς)
με τρόπο ημιτελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. πολυτελής, υποτελής].
Greek Monotonic
ἡμιτελής: -ές (τέλος), μισοτελειωμένος· δόμος ἡμιτελής, μισοτελειωμένο σπίτι, δηλ. αυτό του οποίου λείπει ο κύριος και αφέντης του, λέγεται για τον οίκο του Πρωτεσιλάου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡμιτελὴς ἀνήρ, αντίθ. προς το τελείως ἀγαθός, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἡμι-τελής, ές τέλος
half-finished, δόμος ἡμ. a house but half complete, i. e. wanting its lord and master, Il.; ἡμ. ἀνήρ, opp. to τελείως, ἀγαθός, Xen.