θέανδρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[θέανδρος]])<br />[[θεάνθρωπος]], αυτός που έχει ενωμένες και τη [[θεία]] και την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θε</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]). | |mltxt=ο (AM [[θέανδρος]])<br />[[θεάνθρωπος]], αυτός που έχει ενωμένες και τη [[θεία]] και την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θε</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]). [[πρβλ]]. [[νέανδρος]], [[φίλανδρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:57, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, Gottmensch, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θέανδρος: ὁ, (ἀνὴρ) θεάνθρωπος, θεὸς ἅμα καὶ ἄνθρωπος ὤν· - θεανδρία, ἡ, ἡ φύσις τοῦ θεάνδρου· - καὶ θεανδρικός, ή, όν, ἁρμόζων ἢ ἀνήκων εἰς θέανδρον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM θέανδρος)
θεάνθρωπος, αυτός που έχει ενωμένες και τη θεία και την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ανδρος (< ανήρ). πρβλ. νέανδρος, φίλανδρος].