ικανόπλοος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)<br />[[ικανός]] να πλέει, [[έμπειρος]] [[θαλασσινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλοος</i> (ασυναίρ. του -[[πλους]]) ή -<i>πλοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλους]]), [[πρβλ]]. <i>ειθύ</i>-<i>πλοος</i>, <i>θαλασσό</i>-<i>πλοος</i>)].
|mltxt=ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)<br />[[ικανός]] να πλέει, [[έμπειρος]] [[θαλασσινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλοος</i> (ασυναίρ. του -[[πλους]]) ή -<i>πλοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλους]]), [[πρβλ]]. [[ειθύπλοος]], [[θαλασσόπλοος]])].
}}
}}

Revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)
ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -πλοος (ασυναίρ. του -πλους) ή -πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύπλοος, θαλασσόπλοος)].