εύτεκνος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔτεκνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και καλά [[τέκνα]], ο [[ευτυχής]] για τα [[τέκνα]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) γόνιμη, αυτή που [[είναι]] καλή για [[τεκνογονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πατρίδα]], γη, [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) αυτή που παράγει καλά [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά [[τέκνα]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο [[φιλόστοργος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔτεκνος]] [[ξυνωρίς]]» — [[ζεύγος]] καλών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>τεκνος</i>, <i>φιλό</i>-<i>τεκνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔτεκνος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[πολλά]] και καλά [[τέκνα]], ο [[ευτυχής]] για τα [[τέκνα]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) γόνιμη, αυτή που [[είναι]] καλή για [[τεκνογονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πατρίδα]], γη, [[χώρα]] <b>κ.λπ.</b>) αυτή που παράγει καλά [[τέκνα]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά [[τέκνα]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο [[φιλόστοργος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔτεκνος]] [[ξυνωρίς]]» — [[ζεύγος]] καλών τέκνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]]), [[πρβλ]]. [[πολύτεκνος]], [[φιλότεκνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:06, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔτεκνος, -ον)
αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του
μσν.-αρχ.
(για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία
αρχ.
1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα
2. (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά τέκνα
3. (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο φιλόστοργος
4. φρ. «εὔτεκνος ξυνωρίς» — ζεύγος καλών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύτεκνος, φιλότεκνος].