ιχθύβοτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθύβοτος]], -ον (Α)<br />[[περιοχή]] που τρέφει ψάρια, [[τόπος]] όπου βόσκουν τα ψάρια, [[επειδή]] βρίσκουν άφθονη [[τροφή]] («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. <i>βού</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=[[ἰχθύβοτος]], -ον (Α)<br />[[περιοχή]] που τρέφει ψάρια, [[τόπος]] όπου βόσκουν τα ψάρια, [[επειδή]] βρίσκουν άφθονη [[τροφή]] («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[βούβοτος]], [[ιππόβοτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰχθύβοτος, -ον (Α)
περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βούβοτος, ιππόβοτος].