ιπποδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποδίνητος]], -ον (Α)<br />(για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην [[αρματηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιστρο</i>-<i>δίνητος</i>, <i>σφονδυλο</i>-<i>δίνητος</i>].
|mltxt=[[ἱπποδίνητος]], -ον (Α)<br />(για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην [[αρματηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), [[πρβλ]]. [[οιστροδίνητος]], [[σφονδυλοδίνητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱπποδίνητος, -ον (Α)
(για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην αρματηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστροδίνητος, σφονδυλοδίνητος].