καλόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόσαρκος]], -ο[ν])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει καλή [[σάρκα]], με την [[έννοια]] ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ωραία [[σάρκα]], [[εύσαρκος]], [[καλοκάμωτος]], καλοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόσαρκος]], -ο[ν])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει καλή [[σάρκα]], με την [[έννοια]] ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ωραία [[σάρκα]], [[εύσαρκος]], [[καλοκάμωτος]], καλοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), [[πρβλ]]. [[μαλακόσαρκος]], [[παχύσαρκος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:13, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλόσαρκος, -ο[ν])
νεοελλ.
αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του
μσν.
αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. μαλακόσαρκος, παχύσαρκος].