καρδιοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[καρδιοειδής]]) αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]] καρδιάς, [[καρδιόσχημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[καρδιοειδής]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθ.</b> η επίπεδη [[καμπύλη]] που έχει [[σχήμα]] καρδιάς και διαγράφεται από ένα [[σημείο]] της περιφέρειας ενός κύκλου όταν αυτός κυλάει [[πάνω]] στην [[περιφέρεια]] ενός άλλου κύκλου με ίση διάμετρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[καρδιοειδής]]) αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]] καρδιάς, [[καρδιόσχημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[καρδιοειδής]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθ.</b> η επίπεδη [[καμπύλη]] που έχει [[σχήμα]] καρδιάς και διαγράφεται από ένα [[σημείο]] της περιφέρειας ενός κύκλου όταν αυτός κυλάει [[πάνω]] στην [[περιφέρεια]] ενός άλλου κύκλου με ίση διάμετρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. [[ατρακτοειδής]], [[σφαιροειδής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A heart-shaped, σχῆμα Herm.in Phdr.p.199A.
German (Pape)
[Seite 1326] ές, herzförmig, Sp.
Greek Monolingual
-ές (Α καρδιοειδής) αυτός που έχει μορφή ή σχήμα καρδιάς, καρδιόσχημος
νεοελλ.
φρ. «καρδιοειδής καμπύλη»
μαθ. η επίπεδη καμπύλη που έχει σχήμα καρδιάς και διαγράφεται από ένα σημείο της περιφέρειας ενός κύκλου όταν αυτός κυλάει πάνω στην περιφέρεια ενός άλλου κύκλου με ίση διάμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, σφαιροειδής].