καινοπραγώ: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καινοπραγῶ, -έω (Μ)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] νέο και ασυνήθιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράττω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πραγ</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδικο</i>-<i>πραγώ</i>, <i>κακο</i>-<i>πραγώ</i>].
|mltxt=καινοπραγῶ, -έω (Μ)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] νέο και ασυνήθιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράττω]], [[πρβλ]]. παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πραγ</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. [[αδικοπραγώ]], [[κακοπραγώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:16, 23 August 2021

Greek Monolingual

καινοπραγῶ, -έω (Μ)
κάνω κάτι νέο και ασυνήθιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγ-α), πρβλ. αδικοπραγώ, κακοπραγώ].